- πορθῶ
- πορθέωdestroypres subj act 1st sg (attic epic doric)πορθέωdestroypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek
απόρθητος — η, ο (AM ἀπόρθητος, ον) [πορθώ ( έω)] αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί … Dictionary of Greek
ευεκπόρθητος — εὐεκπόρθητος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να εκπορθηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πορθώ] … Dictionary of Greek
ευπόρθητος — η, ο (ΑΜ εὐπόρθητος, ον) [πορθώ] αυτός που εκπορθείται εύκολα, που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος … Dictionary of Greek
πέρθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
παμπορθής — παμπορθής, ές (Α) (αμφβλ. γρφ.) αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πορθής (< πορθῶ)] … Dictionary of Greek
πεπορθημένως — Α επίρρ. σαν να έχει επέλθει καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπορθημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πορθῶ] … Dictionary of Greek
πιστοπραθής — ές, Α αυτός που καταστρέφει την πίστη, πιστολέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + συνεσταλμ. βαθμίδα πραθ τού πέρθω «καταστρέφω», αν δεν πρόκειται για λ. πιστοπορθής (< πίστις + πορθώ)] … Dictionary of Greek
πορθήτωρ — ορος, ὁ, Α πορθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, ποθή τωρ)] … Dictionary of Greek